- ζίζυφος
- και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η [ζίζυφο]βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών ραμνοειδών, τού οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζιτζιφιά — Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3 5 μ.· οι καρποί… … Dictionary of Greek
guinjo — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Árbol de hojas alternas y flores amarillas y pequeñas cuyo fruto es la guinja. SINÓNIMO azufaifo * * * guinjo (de «jinjo») m. *Azufaifo (frutal ramnáceo). ≃ Guinjolero. * * * guinjo. (Del ant. jinjo, este del la … Enciclopedia Universal
jínjol — (Del cat. girjol.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Azufaifa, fruta del jinjolero. * * * jínjol (de «jinjo») m. Azufaifa. * * * jínjol. (Del lat. zizy̆phus, y este del gr. ζίζυφος). m. azufaifa … Enciclopedia Universal
ζίζυφο — και τζίτζυφο, το (AM ζίζυφον) ο καρπός τού δέντρου ζίζυφος, κν. τζιτζυφιά, γλυκός καρπός που έχει μέγεθος μικρής ελιάς με ξυλώδη πυρήνα και χρώμα ερυθροκίτρινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. από την ελλ. λ. προέρχεται το γαλλ. jujube] … Dictionary of Greek
ζιζυφιά — και τζιτζυφιά, η [ζίζυφο] βοτ. ζίζυφος*, το δέντρο που παράγει τα τζίτζυφα … Dictionary of Greek
κόνναρος — ο (Α κόνναρος) νεοελλ. βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας κονναρίδες αρχ. το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος] … Dictionary of Greek
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek
παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek
τζιτζιφιά — η το δέντρο «ζίζυφος» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
guinjo — (Del ant. jinjo, este del lat. zizy̆phus, y este del gr. ζίζυφος). m. azufaifo … Diccionario de la lengua española